Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Μιλάνο το

См. также в других словарях:

  • Μιλάνο — (Milano). Πόλη (1.182.693 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.762 τ.χλμ.) και της Λομβαρδίας (8.922.463 κάτ.). Είναι το κυριότερο οικονομικό κέντρο της χώρας και το μεγαλύτερο σε πληθυσμό πολεοδομικό της συγκρότημα μετά …   Dictionary of Greek

  • Μιλάνο — το βιομηχανική πόλη της βόρειας Ιταλίας στην περιοχή της Λομβαρδίας, το παλιό Μεδιόλανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τζοβάνι ντα Μιλάνο — (Giovanni da Milano, επονομαζόμενος Τζοβάνι ντι Τζάκομο ντι Γκουίντο ντα Κόμο). Ιταλός ζωγράφος του 14ου αι. Επηρεασμένος από την τέχνη του Τζιότο, φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου Ρινουτσίνι της Σάντα Κρότσε στη Φλωρεντία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • Μορμπέλι, Άντζελο — (Angelo Morbelli, Αλεξάνδρεια 1853 – Μιλάνο 1919). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Μπρέρα, όπου έδειξε από την αρχή εκείνους τους χαρακτήρες του περιγραφικού ρεαλισμού και του ανθρωπιστικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος που περιέλαβε σε όλα του τα… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Μπραμάντε, Ντονάτο — (Donato Bramante, Φερμινιάνο, Ουρμπίνο 1444 – Ρώμη 1514). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Στην εποχή του η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη ώστε γρήγορα έγινε σχεδόν μύθος που διατηρήθηκε αναλλοίωτος για πολλούς αιώνες. Το έργο του αποτελεί βασικό… …   Dictionary of Greek

  • Δαμιλάς — Επώνυμο λογίων και τυπογράφων από την Κρήτη. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η καταγωγή τους ήταν από το Μιλάνο, γι’ αυτό και θεωρούν το επώνυμο Δ. εξελληνισμένο τύπο του da Milano (δηλαδή, από το Μιλάνο). Άλλοι πάλι θεωρούν ότι ένα μέλος της οικογένειας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»